- θέτης
- θέτης, ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) [τίθημι]αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει ξένο παιδί ως δικό τουαρχ.1. αυτός που ορίζει κάτι («θέτης ὀνόματος» — ο ονοματοθέτης)2. αυτός που υποθηκεύει, που βάζει ενέχυρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θέτης — one who places masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετῶν — θέτης one who places masc gen pl θετός placed fem gen pl θετός placed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέτην — θέτης one who places masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέτου — θέτης one who places masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέτω — θέτης one who places masc gen sg (attic epic ionic) τίθημι p aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… … Dictionary of Greek
θέτ' — θέτα , θέτης one who places masc voc sg θέτα , θέτης one who places masc nom sg (epic) θέται , θέτης one who places masc nom/voc pl θέτᾱͅ , θέτης one who places masc dat sg (doric aeolic) θέτε , τίθημι p aor imperat act 2nd pl θέται , τίθημι p… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημωνοθετώ — θημωνοθετῶ, έω (Α) τοποθετώ σε σωρό, θημωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θημών + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θέτης, θεσμο θέτης] … Dictionary of Greek
ιεροθέτης — ἱεροθέτης, ὁ (Μ) αυτός που όριζε τις ιερές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. δικαιο θέτης, παλαιο θέτης] … Dictionary of Greek
κοσμοθέτης — κοσμοθέτης, ὁ (Α) ο κυβερνήτης τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. αθλο θέτης, νομο θέτης] … Dictionary of Greek